- γυψώνω
- γύψωσα, γυψώθηκα, γυψωμένος1. αλείφω με γύψο.2. επιδένω σπασμένο ή εξαρθρωμένο μέλος του σώματος με γύψινο επίδεσμο: Μουγύψωσαν το σπασμένο πόδι για να θεραπευτεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.